- μερίς
- часть, доля, (со)участие; возм. район, область; LXX: (חלֶק), (חלְקָה).
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μερίς — μερίς, ἡ (ΑM) βλ. μερίδα … Dictionary of Greek
μερίς — part fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερί — μερίς part fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερίδα — μερίς part fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερίδας — μερίς part fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερίδες — μερίς part fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερίδι — μερίς part fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερίδοιν — μερίς part fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερίδος — μερίς part fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερίδων — μερίς part fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερίν — μερίς part fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)